- φυσίωσις
- (-εως) η хвастовство, бахвальство; спесь, кичливость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσίωσις — φῡσίωσις , φυσίωσις natural tendency fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίωσις — (I) ώσεως, ἡ, Α [φυσιῶ (III)] 1. διόγκωση, φούσκωμα 2. μτφ. έπαρση, αλαζονεία. (II) ώσεως, ἡ, Α [φυσιῶ (II)] φυσική τάση, έμφυτη κλίση … Dictionary of Greek
φυσιώσει — φῡσιώσει , φυσίωσις natural tendency fem nom/voc/acc dual (attic epic) φῡσιώσεϊ , φυσίωσις natural tendency fem dat sg (epic) φῡσιώσει , φυσίωσις natural tendency fem dat sg (attic ionic) φῡσιώσει , φυσιόω dispose one naturally aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιώσεις — φῡσιώσεις , φυσίωσις natural tendency fem nom/voc pl (attic epic) φῡσιώσεις , φυσίωσις natural tendency fem nom/acc pl (attic) φῡσιώσεις , φυσιόω dispose one naturally aor subj act 2nd sg (epic) φῡσιώσεις , φυσιόω dispose one naturally fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίωμα — (I) ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (II)] φυσική τάση, έμφυτη κλίση. (II) ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (ΙΙ)] 1. το να είναι κάτι γεμάτο αέρα, φυσίωσις* (Ι) 2. μτφ. έπαρση, αλαζονεία, φούσκωμα … Dictionary of Greek
φυσιώσεων — φῡσιώσεω̆ν , φυσίωσις natural tendency fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιώσεως — φῡσιώσεω̆ς , φυσίωσις natural tendency fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίωσιν — φῡσίωσιν , φυσάω blow pres subj act 3rd pl (epic doric ionic) φῡσίωσιν , φυσίωσις natural tendency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)